- ὀφθαλμικούς
- ὀφθαλμικούςὀφθαλμικόςof: masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὀφθαλμικούς — ὀφθαλμικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
οφθαλμοκαρδιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στους οφθαλμούς και στην καρδιά 2. φρ. «οφθαλμοκαρδιακό αντανακλαστικό» ιατρ. επιβράδυνση τού σφυγμού που επιτυγχάνεται με την άσκηση πίεσης στους οφθαλμικούς βολβούς λόγω διεγέρσεως τού πνευμονογαστρικού νεύρου και… … Dictionary of Greek
προκογχικός — ἡ, ὁ, Ν (ανατ. ζωολ.) αυτός που βρίσκεται κοντά στους οφθαλμικούς κόγχους … Dictionary of Greek
ταχυκαρδία — Υπερβολική ταχύτητα των καρδιακών παλμών, γενικά με συχνότητα άνω των 100 ανά λεπτό. Οι σημαντικότερες μορφές τ. είναι: η φλεβοκομβική, η κολπική παροξυσμική και η κοιλιακή παροξυσμική. Μιλάμε για φλεβοκομβική, τ. όταν ο φλεβόκομβος εργάζεται σε… … Dictionary of Greek
υπερόφρυος — α, ο / ὑπερόφρυος, ον, ΝΜ το ουδ. ως ουσ. το υπερόφρυο(ν) το τμήμα τού μετώπου που βρίσκεται αμέσως πάνω από τα φρύδια νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα φρύδια 2. φρ. «υπερόφρυο τόξο» ανατ. τοξοειδής διόγκωση τού μετωπιαίου οστού πάνω… … Dictionary of Greek